υφαλόχρωμα

υφαλόχρωμα
το (специальная) краска для подводной части судов

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "υφαλόχρωμα" в других словарях:

  • υφαλόχρωμα — το, Ν (ναυτ. χημ.) το χρώμα μοράβια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ύφαλος + χρώμα. Η λ. αποτελεί απόδοση τού γαλλ. peintures sousmarines] …   Dictionary of Greek

  • υφαλόχρωμα — το, ατος (ναυτ.), χημική σκευασία για επάλειψη στα ύφαλα των πλοίων ή των σημαντήρων, τα οποία προφυλάγει από τη διάβρωση της θάλασσας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»